ταυρέλαφος

ταυρέλαφος
ὁ, Α
1. (στην Ινδία) ήμερος ταύρος
2. (στην Αιθιοπία) είδος άγριου ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ἔλαφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταυρέλαφος — tame Indian buffalo masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρέλαφοι — ταυρέλαφος tame Indian buffalo masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

  • ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”